- τρισίν
- τρεῖςmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
освѧщатисѧ — ОСВѦЩА|ТИСѦ (26), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Страд. к освѧщати в 1 знач.: Приходѧштеи же съ б҃жи||ѥмь страхъмь къ ст҃ыимъ таинамъ. не тъкмо ѡс҃щѧютьсѧ. нъ и ди˫авола отъ себе прогонѧть. (ἁγιοζονται) Изб 1076, 212–212 об.; всѧ тварь х(с)вымь пришьствиѥмь. на… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εξαναπληρώ — ἐξαναπληρῶ, όω (Α) 1. αναπληρώνω τελείως, συμπληρώνω («καίτοι πῶς εἰσι δίκαιοι, ταῡτα μὲν ὕστερον ἐξαναπληροῡν», Δημοσθ.) 2. παθ. ανανεώνομαι («ἐξαναπληροῡται [ὁ φλοιός] πάλιν σχεδὸν ἐν τρισίν ἔτεσιν», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
κότινος — Αγριελιά, με τα κλωνάρια της οποίας έπλεκαν, κατά την αρχαιότητα, τα στεφάνια που προορίζονταν για τη βράβευση των νικητών στα Παναθήναια και στους Ολυμπιακούς αγώνες. Στην Αθήνα χρησιμοποιούσαν για τον σκοπό αυτό την αγριελιά που, σύμφωνα με την … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ουά — (Α οὐά και οὐᾱ) νεοελλ. ήχος από κλάμα μωρού αρχ. επιφώνημα θαυμασμού, αποδοκιμασίας, σχετλιασμού, ειρωνείας ή έκπληξης («οὐὰ ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. văn / vaha, επιφώνημα θαυμασμού ή… … Dictionary of Greek
πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο … Dictionary of Greek
ταυτοειδής — ές, ΜΑ αυτός που έχει την ίδια ακριβώς μορφή με κάποιον άλλον («μίαν... θεότητος φύσιν τὴν ἐν τρισὶν ὑποστάσεσιν ἰδικαῑς, αἱ σύμμορφοι καὶ ταυτοειδεῑς ἀλλήλαις», Καισάρ.). επίρρ... ταὐτοειδῶς ΜΑ πανομοιότυπα, το ίδιο ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в … Православная энциклопедия